- ποτικλίνω
- προς - κλίνω, ποτικλίνω, ipf. προσέκλῖνε, pass. perf. ποτικέκλιται: lean against, τινί τυ; perf. pass., is placed or stands near. (Od.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ποτικλίνω — Α (επικ. και δωρ. τ.) προσκλίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κλίνω] … Dictionary of Greek